-
1 καταδίδωμι
II intr., of a channel, open into, , cf. Plu.Fab.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδίδωμι
См. также в других словарях:
καταδίδω — και καταδίνω (Μ καταδίδω, Α καταδίδωμι) νεοελλ. μσν. 1. καταγγέλλω κάποιον ή κάτι κρυφά 2. προδίδω κάτι, αποκαλύπτω κάποιο μυστικό·)| μσν. (για πράγματα) μαρτυρώ ότι κάτι υπάρχει αρχ. 1. απονέμω, δίνω 2. (για κλειστή θάλασσα ή λίμνη) εκβάλλω,… … Dictionary of Greek